- κυδαλίμω
- κυδάλιμοςgloriousmasc/fem/neut nom/voc/acc dualκυδάλιμοςgloriousmasc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυδάλιμος — κυδάλιμος, ον, θηλ. και ίμη (Α) 1. ένδοξος, φημισμένος («δύο δ oὔ πω φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «κυδάλιμον κῆρ» ευγενής καρδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῡδος + επίθημα άλιμος (βλ. κατάλ. ιμος)] … Dictionary of Greek